νυκτερείσιος

νυκτερείσιος
νυκτερείσιος, -ον (Α)
(κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) αντί νυκτερήσιος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το νυκτερήσιος με παρετυμολογική επίδραση τού ρ. ἐρείδω χάριν λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νυκτερείσιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτερείσια — νυκτερείσιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”